ὁπλοφόρος — bearing arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοφόρος — ο (Α ὁπλοφόρος, ον) αυτός που φέρει όπλο, ένοπλος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οπλοφόρος οπλισμένος άντρας αρχ. 1. δορυφόρος, σωματοφύλακας 2. κρατικός υπάλληλος με δικαστικό ή θρησκευτικό αξίωμα 3. προσωνυμία τής Αθηνάς και τού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ὁπλοφόρον — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem acc sg ὁπλοφόρος bearing arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόροι — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόροις — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόρου — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόρους — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόρων — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοφόρῳ — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek